Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Η ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗ ΒΟΧΑ (Γερμανοί - Ιταλοί)

          
             ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΒΟΧΑΣ: Κατοχή Γερμανών ναζιστών και Ιταλών φασιστών 

      Στην ιστορική αυτή ενότητα του ιστολογίου μου θα καταχωρούνται τα στοιχεία εκείνα που αφορούν την περιοχή της Βόχας κατά την δύσκολη περίοδο της Κατοχής των Γερμανών Ναζιστών 1941 - 1945.
         
                                 Βέλο - περίοδος Κατοχής (Αρχείο Ανδρέα Καραμαλίκη).
 Στην φωτογραφία είναι η πλατεία Ελευθερίας στο πάνω Βέλο κατά την περίοδο της Κατοχής. Ο εικονιζόμενος είναι πιθανόν Γερμανός Αξιωματικός. Διακρίνεται το μνημείο των Ηρώων.         
Γερμανικό φυλάκιο στον Άσσο Κορινθίας / Αρχείο οικογένειας Σάββα Κων. Σχοινοχωρίτη.

         Στην φωτογραφία  απεικονίζεται ένα κυκλικό κτίσμα, κατασκευασμένο από τσιμέντο, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως φυλάκιο - σκοπιά από τους Γερμανούς κατακτητές κατά την περίοδο της Κατοχής. Υπήρχαν στα οδοφράγματα που στήνονταν συνήθως σε διάφορα επιλεγμένα σημεία των χωριών, κυρίως σε κεντρικούς δρόμους, για τον έλεγχο της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων. Τα εν λόγω φυλάκια χρησιμοποιούνταν ως σκοπιές. Είχαν δηλαδή σκοπούς - φρουρούς. Στη φωτογραφία στη μέση του εικονιζόμενου αυτού κτίσματος διακρίνεται μία μικρή οριζόντια εγκοπή - άνοιγμα. Αυτή εξυπηρετούσε οπτικά τους σκοπούς και χρησίμευε για την τοποθέτηση των όπλων τους. Η συγκεκριμένη κατασκευή από την πίσω πλευρά έχει είσοδο. Το μέγεθός της εσωτερικά χωρά 2 - 3 άτομα. Τέτοια κτίσματα είχαν τοποθετηθεί σε πολλά χωριά της Βόχας κατά την Γερμανική κατοχή. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος τα περισσότερα από αυτά καταστράφηκαν. Διασώζεται όμως μέχρι σήμερα το συγκεκριμένο κτίσμα επί του δρόμου των Μεσογείων, στον Πάνω Άσσο.


[*]. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΣΥΓΓΡΑΦΗ: Σχοινοχωρίτης Κωνσταντίνος *Ιστορικός - συγγραφέας, Αρχειονόμος - Βιβλιοθηκονόμος, υποψήφιος διδάκτωρ  (επικοινωνία: email. korinthios13@yahoo.gr, τηλ. 6945832094)

ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ: περί της ελληνικότητος αυτής



H AYTONOMH EΛΛΗΝΙΚΗ ΒΟΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ
«Εκείνο πάντως το οποίο οφείλουν όλαι αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις να γνωρίζουν, είναι ότι το θέμα της Βορείου Ηπείρου υφίσταται. Και εκείνον το οποίον απαγορεύεται εις τον αιώνα, είναι δι’ οιονδήποτε λόγον η απάρνησις του ιερού αιτήματος….. Καθ΄ όσον αφορά την Βόρειο Ήπειρο... η διεκδίκησις είναι ιερά και απαράγραπτος» (Ο «Γέρος της Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπανδρέου σε ομιλία του στην Βουλή των Ελλήνων την 12η Ιουνίου του έτους 1960).

        Εισαγωγή – Γενικά στοιχεία περί Βορείου Ηπείρου & της ελληνικότητος αυτής 
Η ιστορικά καθιερωμένη ονομασία για την υπό εξέταση γεωγραφική περιοχή  είναι «Ήπειρος» και «Βόρειος Ήπειρος». Αντίθετα, ο όρος «Νότιος Αλβανία» που αναφέρεται σε εδάφη της Ηπείρου, δεν έχει καμία απολύτως ιστορική βάση. Ο Γάλλος περιηγητής και ταξιδιώτης Πούκεβιλ έγραφε σχετικώς ότι: «...Αυθαιρέτως η νότιος Αλβανία λέγεται Αλβανί, ενώ είναι Ήπειρος...». Να μην ξεχνάμε βέβαια ότι και ο γενικότερος όρος «Αλβανία» έχει γεωγραφική και όχι εθνολογική σημασία, αφού προέρχεται από την λατινική λέξη Alba (= Λευκή) και σημαίνει Λευκή χώρα.
     Η πρώτη γραπτή πηγή που αναφέρει το όνομα «Ήπειρος» καταγράφεται κατά τους προιστορικούς χρόνους και είναι τα Ομηρικά Έπη. Τα γεωγραφικά όρια της Ηπείρου δεν υπήρξαν ποτέ σταθερά. Διαφοροποιήθηκαν ανά ιστορικές περιόδους, ιδιαίτερα η βόρεια αυτής μεθοριακή γραμμή που μετατέθηκε αρκετές φορές πρός τα νοτιότερα.
      Ήδη από τα αρχαία χρόνια οι Έλληνες συγγραφείς όπως ο Πίνδαρος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών ομιλούσαν περί Ελληνικής Ηπείρου, που ξεκινούσε από την βόρεια άκρη των Ακροκεραυνίων ορέων. Στην αρχαία αυτή περίοδο έγινε και η πρώτη μετατόπιση πρός Νότο, όταν οι Ιλλυριοί που δεν είχαν βεβαίως καμία φυλετική, εθνική ή άλλη σχέση με τους Αλβανούς, πίεσαν τους Ηπειρώτες. Μετατόπιση όμως σημειώθηκε και κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο (βλέπε Δεσποτάτο της Ηπείρου με πρωτεύουσα την Άρτα) και κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
     Στα αρχαία χρόνια στην Ήπειρο υπήρχαν πολυάριθμα ελληνικά φύλα. Τα σπουδαιότερα από αυτά ήταν οι Μολοσσοί στα ΒΑ, οι Θεσπρωτοί στα ΝΔ και οι Χάονες στα ΒΔ. Κατά τον Γερμανό ιστορικό Κ. Beloch (1854 – 1929) οι κάτοικοι της Βορείου Ηπείρου, δηλαδή οι Χάονες, οι Αντιντάνες, οι Παραναίοι ήταν πιθανότατα Έλληνες. Κατά τον καθηγητή Δημ. Ευαγγελίδη μέχρι το έτος 1958 είχαν καταγραφεί άλλα 80 μικρότερα ελληνικά φύλα.
Τα εθνολογικά, ιστορικά και γεωπολιτικά σύνορα της Βορείου Ηπείρου έφθαναν από αρχαιοτάτων χρόνων στην περιοχή του Ελβασάν (Ελμπασάν) στον ποταμό Σκουμπή (Γενούσος). Ειδικότερα, απλώνονταν από τον ποταμό Γενούσο (Σκουμπή) στα βόρεια μέχρι και τον Αμβρακικό κόλπο στα νότια και από το Ιόνιο πέλαγος στα δυτικά μέχρι την οροσειρά της Πίνδου στα ανατολικά. Η εθνολογική κατάσταση του πληθυσμού και ο εν γένει πολιτισμός αυτής της γεωγραφικής περιοχής υποδεικνύουν ότι η Ήπειρος υπήρξε ενιαία και ελληνική.
Πέρα από την εθνολογική ανάλυση του βορειοηπειρωτικού πληθυσμού και τον πολιτισμό που αυτός ανέπτυξε, προς την ίδια κατεύθυνση της ελληνικότητος της Βορείου Ηπείρου κινήθηκαν με τα γραφόμενά τους πολλές προσωπικότητες των επιστημών και των γραμμάτων. Ειδικότερα, ο Έλληνας φυσικός φιλόσοφος, γεωγράφος και μαθηματικός Κλαύδιος Πτολεμαίος (160 – 100 π.Χ) έγραφε: «Αρχά Ελλάδος από Ωρυκίας και αρχέγονος Ελλάς Ήπειρος».
Ο  Γερμανός γεωγράφος Αλφρέδος Φίλιππεν υποστήριζε ότι: «...Από τον 5ο π.Χ αιώνα, στην αρχή από τον Πίνδαρο έπειτα από τους Θουκυδίδη και Ξενοφώντα, η Ήπειρος έγινε το κύριο όνομα της χώρας που περιλαμβανόταν μεταξύ του Αμβρακικού κόλπου και των Ακροκεραυνίων ορέων, του Ιονίου πελάγους, και στην περιοχή αυτή διατηρήθηκε μέχρι σήμερα».
Ο Γάλλος ιστορικός Αλφρέδος Ζιλλερόν το έτος 1877 στο έργο του «Η Ελλάς και η Τουρκία» έγραφε ότι: «...Η μέχρι του ποταμού Σκούμπι χώρα είναι εξ ολοκλήρου ελληνική». Το έτος 1878 ο Δημ. Χασιώτης στο έργο του «Διατριβή και Υπομνήματα» έγραφε ότι: «Η Ήπειρος, αρχομένη από της 43ης μοίρας βορείου πλάτους και παραλληλογράμμου σχήμα φέρουσα χωρίζεται προς βορράν μεν από της Ιλλυρίας διά του Γενούσου ποταμού, νυν καλουμένου Σκούμπι, όν ο πλέων σήμερον και εκτείνων την κλίνουσαν γραμμήν μέχρις Οχρίδος έχει εντεύθεν μεν πρός την Ήπειρον τα παρακείμενα Νόλαν, Τσχέρνη, Γρέμσι, Κάτω Σπαθία, Μελιτσένι Σχουτσίτσα, Ραψίστα, Κιούκιουζα, Χαλισνιά».
 Αργότερα, το έτος 1908 ο Ιταλός Τζιοβάνι Βιρτζίλι έγραφε: «Ακριβώς εις τον Σκούμπι ανεμίχθησαν οι Ηπειρώται με την αλβανικήν ράτσαν...Παρά την έντονον ανθελληνικήν πολιτικήν της Τουρκίας εν Ηπείρω, ευνοηθείσαν υπό της ρουμανικής συνεργασίας, ο Ελληνισμός ηδυνήθη να κρατήση τας παλαιάς του θέσεις, η Οθωμανική πολιτεία δεν ηδυνήθη να εξαλείψει από την Ήπειρο τον ελληνικό της χαρακτήρα που την διακρίνει πολιτικώς και κοινωνικώς από την Αλβανίαν». Το έτος 1913 ένας ακόμη Ιταλός, ο υπουργός των Εξωτερικών Τζουλιάνο δήλωνε πρός τον Έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη κ. Κακλαμάνο: «Αναγνωρίζω ότι το Αργυρόκαστρο και η Κορυτσά είναι ελληνικά, αλλά τα δίκαια ενός μικρού λαού, ως η Ελλάς, δεν δύνανται να υπερισχύσουν των συμφερόντων μιας μεγάλης δυνάμεως, ως η Ιταλία...».
Το έτος 1938 ο γεωγράφος Στάντ Μύλλερ έγραφε στο περιοδικό «Revue internationale des etudes Balkaniques» : «Το αλβανικόν κράτος δεν έχει φυσική ενότητα. Κατά την γεωγραφικήν διάρθρωσιν, κατά την φύσιν του εδάφους, κατά το κλίμα και την βλάστησιν, διαιρείται εις δύο τμήματα. Το νότιο τμήμα αποτελεί γεωγραφικώς με την Ήπειρο ένα αδιάσπαστο σύνολο. Η κοιλάδα του Σκούμπι είναι το σύνορον». Η εφημερίδα Τάϊμς του Λονδίνου το έτος 1940 σε άρθρο με τίτλο «Το κέντρον της Αλβανίας» ανέφερε ότι: «...Τα σύνορα όπου συναντούνται ο ελληνικός και ο αλβανικός πολιτισμός βρίσκονται στον Γενούσο ποταμό».

Θρησκευτικά: H σημασία της διδασκαλίας του μαθήματος



Περί της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών

 «...Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον έχει και θα έχει διά παντός ανάγκην της θρησκείας του»
                                                        Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911), απόσπασμα από το διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης» γραμμένο το 1843.

            Είναι γεγονός ότι ως λαός και ως κοινωνία βιώνουμε μεγάλες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Οι εξελίξεις είναι τόσο ραγδαίες που με δυσκολία μπορεί να προλάβει κανείς τόσο την παρακολούθηση αυτών, πόσο μάλλον την κατανόηση και αφομοίωση των αποτελεσμάτων που αυτές φέρουν στις ζωές μας συνολικά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και να επιλύσουμε σε ατομικό, οικογενειακό και συλλογικό επίπεδο. Παρά ταύτα οφείλουμε να είμαστε ενεργοί και να αντιδρούμε σε οποιαδήποτε ενέργεια, κίνηση ή πρωτοβουλία που στοχεύει στην αλλοίωση της πολιτιστικής, ιστορικής, εθνικής και θρησκευτικής μας ταυτότητας. Ειδικότερα όταν αυτά λαμβάνουν χώρα στον ευαίσθητο και νευραλγικό χώρο της Παιδείας και της Εκπαίδευσης συνολικά.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να γίνονται διάφορες συζητήσεις περί αλλαγών που απαιτούνται στο χώρο της Παιδείας και της εκπαίδευσης συνολικά, έτσι ώστε το σχολείο να μορφώνει και να εκπαιδεύει ολοκληρωμένα, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Δυστυχώς όμως η Πολιτεία δεν έχει κινηθεί συστηματικά, μεθοδικά και συντεταγμένα προς την κατεύθυνση αυτή του εκσυγχρονισμού και της ποιοτικής αναβάθμισης του οικοδομήματος της Παιδείας.
            Όλες οι κινήσεις που έλαβαν χώρα μέχρι σήμερα, δεν έγιναν στη βάση ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού με βάθος χρόνου, αλλά αποσπασματικά. Σε κάθε εναλλαγή των εκάστοτε κυβερνήσεων παρατηρούνταν αλλαγή πλεύσης και στο ευαίσθητο Υπουργείο Παιδείας. Όλες οι υποτιθέμενες μεταρρυθμίσεις που έγιναν, επικεντρώθηκαν κυρίως σε αλλαγές ως προς το σύστημα πρόσβασης από το Λύκειο στο Πανεπιστήμιο, στην διδακτέα και εξεταστέα ύλη των μαθημάτων, στην καθιέρωση των ολοήμερων σχολείων (όπου αυτά υπάρχουν), στην αλλαγή κάποιων σχολικών εγχειριδίων  και σε κάποιες άλλες που αφορούσαν συγκεκριμένα μαθήματα ή άλλα δευτερευούσης σημασίας ζητήματα.
            Τα μεγάλα και καυτά θέματα της Παιδείας, όπως η συνεχής υποχρηματοδότηση της Παιδείας και της Έρευνας, η κατάρτιση αντί για τη μόρφωση, η συνεχής υποβάθμιση και υπολειτουργία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του Υπουργείου Παιδείας, η μή κάλυψη των κενών που υπάρχουν σε διδακτικό προσωπικό, η μή συνεχής επιμόρφωση του ήδη υπάρχοντος διδακτικού δυναμικού, οι ελλείψεις ως προς τις υλικοτεχνικές υποδομές (π.χ. απουσία επαρκών και κατάλληλων αιθουσών διδασκαλίας), οι ελλείψεις σε βιβλία, τεχνολογικό εξοπλισμό   κ.α., παραμένουν δυστυχώς χωρίς λύση. Και η κολόνια αυτή κρατάει χρόνια. Σήμερα έχουμε ένα σχολείο (δημοτικό – γυμνάσιο – λύκειο) που δεν μορφώνει, που δεν εκπαιδεύει, που «φορτώνει» τον μαθητή. Και την αδυναμία αυτή έρχεται να καλύψει με ιδιαίτερη επιτυχία πολλές φορές η ιδιωτική πρωτοβουλία (φροντιστήρια κ.α.) με το ανάλογο βεβαίως οικονομικό κόστος.
            Πίσω όμως από όλα αυτά φαίνεται πως υποβόσκει κάτι άλλο. Υπάρχει ένα γενικότερο σχέδιο που υπηρετεί έναν γενικότερο στόχο, όχι εθνικό, αλλά υπερεθνικό. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι ζούμε μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη πλέον κοινωνία. Μέσα σε αυτήν την παγκόσμια κοινωνία πρέπει, κατά τους εμπνευστές του σχεδίου, να εξαλειφθούν οι όποιες εθνικές ιδιαιτερότητες υπάρχουν, όπως γλώσσα, ιστορία, θρησκεία, πολιτισμός κ.α. Δηλαδή οτιδήποτε συγκροτεί αυτό που λέμε Εθνική Παιδεία. Και για να γίνει αυτό πρέπει να «αλλάξει» η φιλοσοφία εν γένει του χώρου που παράγεται, καλλιεργείται και διδάσκεται αυτή. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται η περίπτωση του μαθήματος της Ιστορίας, του μαθήματος των Θρησκευτικών και αύριο ίσως της γλώσσας, της γραφής κ.α.
Το τελευταίο διάστημα οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από την χρησιμότητα ή μη του μαθήματος των Θρησκευτικών. Υπάρχει μία μερίδα που υποστηρίζει ότι το μάθημα πρέπει να καταργηθεί τελείως διότι δεν χρειάζεται, και υπάρχει η πλειοψηφική άποψη που υποστηρίζει τη διατήρηση του μαθήματος με βελτιώσεις και προσθήκες ως προς το περιεχόμενό και τον τρόπο της διδασκαλίας του. Η αντιπαράθεση αυτή οφείλεται κυρίως στην πολεμική που δέχεται το μάθημα λόγω των εμμονών μιας απειροελάχιστης μειοψηφίας νεοελλήνων, η οποία ανά τακτά χρονικά διαστήματα επιχειρεί να επιβάλει τη θέλησή της σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Αυτή η μειοψηφία επιδιώκει την πλήρη κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών και όχι την ποιοτική αναβάθμιση αυτού. Επιθυμεί μάλιστα την αντικατάσταση αυτού με το μάθημα της «Θρησκειολογίας».