Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

ΖΕΥΓΟΛΑΤΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ - Το Μαντήλι της Νεράϊδας (λαογραφικά)


ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ 
ΖΕΥΓΟΛΑΤΕΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ
"Το Μαντήλι της Νεράϊδας"
(* έχει δημοσιευθεί 
στην εφημερίδα "ΣΚΡΙΠ" των Αθηνών
 την 5η Φεβρουαρίου του έτους 1912)

           Κατά τον δημοσιογράφο – ανταποκριτή – αρθρογράφο της εφημερίδας που υπογράφει με το καλλιτεχνικό όνομα «Έσπερος» πρόκειται για μια αληθινή διήγηση - ιστορία. Προέτρεπε μάλιστα τότε τους δύσπιστους να επισκεφθούν το Ζευγολατειό Κορινθίας και να ρωτήσουν όποιον ήθελαν για να τους πεί την ακόλουθη ιστορία για τον Κωνσταντή, το υιό του γέρο Γκέκου. Η φράση του δημοσιογράφου «…ζητήσατε από οιονδήποτε να σας ειπή την ιστορίαν… δείχνει ότι η ιστορία αυτή ήταν ιδιαίτερα γνωστή στους κατοίκους τότε του Ζευγολατειού.
            Και η διήγηση είναι η εξής:

            « Ο Κωνσταντής, ο υιός του γέρο Γκέκου, ήταν ένας ωραίος νέος, μελαχρινός, άγαμος και φιλόπονος γεωργός. Είχε τα κτήματά του, τις σταφιδαμπέλους του, έξω από το χωριό του Ζευγολατειού. Την χρονιά εκείνη υπήρχε ξηρασία και οι σταφιδοκτήμονες έπρεπε να φροντίζουν να αρδεύουν τα αμπέλια τους. Αυτό είχε κάνει και ο Κωνσταντής και μία νύκτα πήγαινε με τους εργάτες του για να ποτίσουν τα αμπέλια. Αυτός προπορευόταν έφιππος, ενώ οι εργάτες ακολουθούσαν πεζοί πολύ πίσω από αυτόν. Η νύκτα είχε προχωρήσει, το μονοπάτι δεν διακρινόταν καλά υπό το φως των αστεριών και ήταν ερημιά.
            Ο Κωνσταντής είχε προχωρήσει πολύ και με το άλογό του ανέβαινε τους Γοργοράτους[1] που ήταν ένα δασώδες βουνάκι. Εκεί υπάρχει μία μεγάλη συκιά και από κάτω της μία σπηλιά, όπου αναβλύζει κρύο και κρυστάλλινο νερό το οποίο σχηματίζει μια μικρή λίμνη απέξω από την σπηλιά και από εκεί ρέει κάτω προς τον κάμπο. Αυτή η συκιά με τη σπηλιά και το νερό λέγεται πώς είναι στοιχειωμένη. Όποιος περνάει από εκεί,  είναι αδύνατον να μην ακούσει κάτι ή να μην δει κάτι. Λένε ότι όσοι είναι καθαροί δεν έχουν ανάγκη, κάνουν το σταυρό τους και περνούν ήσυχα.
            Φαίνεται ότι ο Κωνσταντής θα είχε καμία αμαρτία, ίσως την αμαρτία να είναι πολύ όμορφος. Ενώ περνούσε δίπλα από τη συκιά προσεκτικός και φοβισμένος, ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι γίνεται μπροστά του μία λάμψη και τα νερά φωτοβολούν. Μέσα σε αυτήν την λάμψη την εκτυφλωτική εμφανίζεται μία πεντάμορφη κοπέλα χαμογελαστή, που φορούσε κάτασπρα φορέματα και ένα κόκκινο μαντήλι στο κεφάλι, και καβαλικεύει το άλογο του Κωνσταντή στον αυχένα. Το άλογο εξακολούθησε να κινείται στο δρόμο του. Ο Κωνσταντής αντιλήφθηκε τη νεράιδα και δεν μίλησε, δεν άνοιξε καν το στόμα του, αλλά όμως δεν φοβήθηκε. Στο σελάχι του είχε μαυρομάνικο μαχαίρι και η νεράιδα δεν τολμούσε να τον αγγίξει.
            Η υπερφυσική κοπέλα συνέχιζε να κάθεται στον αυχένα του αλόγου αντικριστά από τον Κωνσταντή και τον κοίταζε με ένα προκλητικό χαμόγελο και με ένα περιπαθές βλέμμα, χωρίς να του μιλάει. Μια λευκή λάμψη έβγαινε από πάνω της. Το άλογο εξακολουθούσε το δρόμο του.
            Ξαφνικά, τα ωραία εκείνα χείλη της τα δροσερά, τα κοραλλένια, τα μελίστακτα, ανοίγουν και η νεράιδα του λέει με το ίδιο χαμόγελο και με το ίδιο βλέμμα: «Εμένα με λένε Ασπασία, και είμαι νεράιδα  και σ’ αγαπώ και θα σε πάρω». Ο Κωνσταντής, χωρίς να απαντήσει, έβλεπε εκστασιασμένος την ωραία μορφή της. Η νεράιδα έγινε προκλητικότερη. Πλησίαζε λίγο προς το πρόσωπο του νέου και με το μαγικό της βλέμμα και το συγκινητικό της χαμόγελο του λέει: «Τι ωραίος που είσαι Κωνσταντή! Μα κι εγώ δεν είμαι ωραία; Κοίταξε τα κάλλη μου τα δροσερά και αφράτα. Είναι στον κόσμο άλλη κόρη ομορφοτέρα από μένα;».
            Ο νέος δεν μιλούσε. Εξακολουθούσε να κοιτάζει την υπερφυσική κόρη, αλλά η γοητεία της άρχιζε να τον υποδουλώνει. Το αστραπηβόλο βλέμμα της θάμβωνε τα μάτια του και ζάλιζε το νού του. Τα μαγευτικά της λόγια, που έτρεχαν από εκείνο το ζωγραφισμένο στόμα της σαν το μέλι έμπαιναν μέσα στην απάρθενη καρδιά του και τον λίγοσαν από ηδονή.
            Μια ακατάσχετη ορμή μέθης του ήλθε να ανοίξει την αγκαλιά του, να σφίξει μέσα σε αυτήν το αιθέριο εκείνο πλάσμα, να το καταφιλήσει και να του πεί ότι είναι αιώνιος σκλάβος της. Αλλά ύστερα; Αν μιλήσει στην νεράιδα, θα χάσει τη φωνή του. Από την άλλη όμως αν παραδοθεί στην νεράιδα, θα χάσει τη ζωή του.
            Αναστέναξε ο Κωνσταντής, αλλά δεν έκανε την παραμικρή κίνηση και δεν ξεστόμισε την παραμικρή λέξη. Του λέει τότε η νεράιδα με ακόμη γλυκύτερη φωνή και με ακόμη σαγηνευτικότερο βλέμμα: «Τι έχεις μάτια μου; Γιατί λυπείσαι και αναστενάζεις; Μίλησέ μου; Γιατί κρατείς κλειστά τα ωραία σου χειλάκια; Έχεις πόνο στην καρδούλα σου; Έλα να σου τον γιάνω εγώ. Έλα να ζήσουμε μαζί αγαπημένοι, ευτυχισμένοι, εκεί μέσα στην ωραία μου σπηλιά, μακριά από τον κόσμο τον κακό, αιώνια μαζί…»
            Ο Κωνσταντής δεν μπορούσε να κρατηθεί πλέον σε τόση γοητεία. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στα μάτια της νεράιδας, η καρδιά του έλιωνε μέσα στα στήθη του και ήταν έτοιμος να της παραδοθεί. Ξαφνικά μέσα στην παραζάλη του ήρθε μία ιδέα. Θυμήθηκε ότι όποιος κατορθώσει και αρπάξει το μαντήλι της νεράιδας, την εξανθρωπίζει και την υποδουλώνει. Γίνεται γυναίκα του και ποτέ πλέον δεν τον αφήνει από την αφοσίωσή της και από την λατρεία της.
            Η καρδιά του αναζωογονήθηκε και χτύπησε, το βλέμμα του ανέλαμψε από την ιδέα αυτή. Δεν μίλησε και με πονηριά χαμήλωσε τα μάτια του. Η νεράιδα πλησίασε τότε ακόμα περισσότερο προς το πρόσωπό του και του ψιθύρισε: «Άχ γιατί είσαι τόσο σκληρός και άκαρδος; Πέταξε αυτό το παλιομάχαιρο από πάνω σου. Κοίταξε νιάτα δροσερά, κοίταξε λεβεντιά και χάρη που έχει πάνω του».
            Η πνοή της νεράιδας ήταν ευώδης και μεθυστική προς το πρόσωπο του νέου. Ενώ η αιθέρια νύμφη ήταν σκυμμένη τόσο κοντά του και του μιλούσε με λιγωμένα λόγια, ο Κωνσταντής απότομα σαν αστραπή τινάζει το χέρι του και αρπάζει το κόκκινο μαντήλι από το κεφάλι της. Η λευκή λάμψη που έβγαινε από πάνω της, χάθηκε τότε αμέσως και ο Κωνσταντής είχε στην αγκαλιά του ,καθισμένη δίπλα του, μια γυναίκα, μία ωραία χωριατοπούλα με τετράξανθα μαλλιά, με πλουμιστές προσθέλλες και με γιορντάνια. Ήταν η Ασπασία η γυναίκα του.
            Είχαν ένα χρόνο που ζούσαν μαζί ο Κωνσταντής και η Ασπασία αφού πρώτα στεφανώθηκαν, και ακόμα στο χωριό θυμούνται την μεγάλη γιορτή που έγινε στο γάμο τους. Τέτοια κόρη, τέτοια ομορφονιά σαν την Ασπασία τη νύμφη, όσοι την είδαν θα την λιμπίζονται έως τον τάφο. Κανείς όμως δεν έμαθε ποτέ το μυστικό, γιατί η νεράιδα τον όρκισε τον άνδρα της πώς αν το μαρτυρήσει θα τον εκδικηθεί.
            Ο Κωνσταντής είχε κρύψει εν τω μεταξύ το μαγικό μαντήλι στο σεντούκι του και ήταν ανένδοτος όσες φορές η γυναίκα του το ζητούσε με μεγάλες παρακλήσεις καμιά φορά που ήθελε να στολισθεί. Γιατί ήξερε ότι αν της τύχει πάλι το κόκκινο μαντήλι στα χέρια της, θα την έχανε και θα γινόταν πάλι νεράϊδα. Η μεγαλύτερη φροντίδα του ήταν να προσέχει να μη χάσει το μαντήλι. Όταν έμενε στο σπίτι το είχε διπλοκλειδωμένο, όταν έβγαινε έξω στη δουλειά του το έπαιρνε μαζί του και το έχωνε βαθιά στον κόρφο του.
            Μια μέρα έγινε γάμος στο χωριό και ο Κωνσταντής με τη γυναίκα του ήταν καλεσμένοι. Μπορούσε να λησμονηθεί η πεντάμορφη γυναίκα του Κωνσταντή από τέτοιο πανηγύρι; Το ευτυχισμένο ζευγάρι έβαλε τα καλά του και πήγε στο γάμο. Στο μυστήριο ο κόσμος δεν πρόσεχε στη νύμφη, αλλά έβλεπε μόνο και θαύμαζε την κρινοπρόσωπη και ροδοπλασμένη γυναίκα του Κωνσταντή που στεκόταν καμαρωμένη σαν τον κύκνο.
            Το μυστήριο του γάμου τελείωσε, ήρθαν τα γλυκά, ήρθε τα τραπέζι, ήλθαν τα νταούλια και άρχισε το γλέντι και ο συρτός. Η Ασπασία, που καθόταν σε μία γωνία, πάνω στις χαρές και τα γέλια άνοιξε τα μαγεμένα χείλη της και άρχισε να τραγουδά ένα τσάμικο. Το γλέντι σταματά και όλοι στέκονταν και άκουγαν σαν χαζοί, νομίζοντας πώς άνοιξαν οι ουρανοί και τραγουδάγανε οι άγγελοι.
            Ο Κωνσταντής σέρνει τον χορό. Είναι μεθυσμένος από ηδονή, από υπερηφάνεια, από ευτυχία. Και το κρασί αρχίζει να συμπληρώνει το μεθύσι. Πάνω στη χαρά του ξεχάστηκε και τράβηξε από τον κόρφο του το κόκκινο μαντήλι για να σύρει τον χορό. Ξαφνικά έγινε μια αστραπή και το τραγούδι έπαψε απότομα. Η νεράιδα είχε αρπάξει το μαντήλι και είχε γίνει άφαντη. Ο Κωνσταντής μένει ακόμα χήρος, χωρίς να έχει μάθει ποτέ κανείς τι απέγινε η γυναίκα του.


[1] Εννοεί την πηγή της Γρηγοράκαινας  που υπήρχε έξω από το Ζευγολατιό, στα νότια του χωριού, πολύ κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που βρίσκεται επί της επαρχιακής οδού Νεμέας - Βραχατίου.


[ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΣΥΓΓΡΑΦΗ: Σχοινοχωρίτης Κωνσταντίνος
                        *Ιστορικός-συγγραφέας

 (επικοινωνία: email. kostassxoinos@yahoo.com, τηλ. 6945832094)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου