Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

ΣΟΥΛΗΝΑΡΙ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ (ιστορικά στοιχεία)


ΙΣΤΟΡΙΚΑ

 «Σουληνάρι Κορινθίας»

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Γνώμη Πολιτών» περιοχής Βόχας – Σικυώνος, φ. 61 / Παρασκευή 11.7.2014  (Μέρος Α΄), φ. 62 / Παρασκευή 28.7.2014  (Μέρος Β΄), φ. 63 / Παρασκευή 12.8.2014  (Μέρος Γ΄)

Γενικά στοιχεία

Με την ονομασία «Σουληνάρι» έχουν καταγραφεί συνολικά οι εξής επτά (7) οικισμοί – χωριά στην ελληνική επικράτεια:

Σωληνάρι Νομού Βοιωτίας: Μέχρι το έτος 1912 λέγονταν «Σουληνάρι». Στις 31 Αυγούστου του έτους 1912 γίνεται διόρθωση του ονόματος του οικισμού σε «Σωληνάρι». Στις 4 Δεκεμβρίου του έτους 1997 ο οικισμός υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αλιάρτου.

Σωληνάριον Νομού Αρκαδίας: Στις 30 Αυγούστου του έτους 1927 (ΦΕΚ 179, τεύχος Α΄) η κοινότητα Ρούβαλη μετονομάζεται σε «Σωληνάριον». Στις 20 Σεπτεμβρίου του έτους 1928 (ΦΕΚ 193, τεύχος Α΄) μετονομάζεται σε Νέα Χώρα. Στις 4 Δεκεμβρίου του έτους 1997 (ΦΕΚ 244, τεύχος Α΄) ο οικισμός προσαρτάται στο δήμο Βόρειας Κυνουρίας.

Σωληνάριον Νομού Αργολίδος: Το έτος 1912 ως Σουληνάρι ανήκε στην κοινότητα Τολού. Στις 16 Μαϊου του έτους 1928 ο οικισμός καταργήθηκε. Το έτος 1971 αναγνωρίζεται εν νέου. Στις 7 Ιουνίου του έτους 2010 (ΦΕΚ 87, τεύχος Α΄) ο οικισμός αποσπάται από το δήμο Ερμιόνης και προσαρτάται στο δήμο Ερμιονίδας.

Σωληνάρι Νομού Κοζάνης (1.2.1927 – 14.5.1928): Πρόκειται για παλαιά ονομασία της κοινότητας Μεταμορφώσεως του δήμου Κοζάνης.

Σουληνάρι Νομού Κορινθίας: Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Βέλου – Βόχας.

Σουληνάρι Νομού Μεσσηνίας: Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Πύλου – Νέστορος.

Σουληνάρι Νομού Αχαΐας: Πρόκειται για χωριό της περιοχής των Καλαβρύτων.

Από όλα αυτά τα χωριά διατηρούνται μέχρι σήμερα ως «Σουληνάρι ή Σωληνάρι» της Κορινθίας, της Μεσσηνίας, της Αχαΐας, της Αργολίδος και της Βοιωτίας.

            Το Σουληνάρι του νομού Κορινθίας αποτελεί έναν ημιορεινό οικισμό, που εντοπίζεται 22 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κορίνθου και 6 χιλιόμετρα περίπου νοτιοδυτικά του Ζευγολατειού. Αναπτύσσεται σε υψόμετρο 180 μ και είναι κτισμένο στην κοιλάδα του χειμάρρου Ζαπάντι. Απαριθμεί σήμερα 397 κατοίκους σύμφωνα με τη τελευταία απογραφή πληθυσμού που διενεργήθηκε κατά το έτος 2011. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Βέλου – Βόχας, του οποίου και αποτελεί τοπική κοινότητα. Αποτελεί οικιστικό κέντρο 5ου επιπέδου, αφού πρόκειται για έναν μικρό πληθυσμιακά οικισμό με κύρια χρήση την κατοικία. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με την γεωργία (σουλτανίνα, ελαιοκαλλιέργειες κ.α.) και σε ένα μικρό ποσοστό με την κτηνοτροφία.

Στα παλαιά χρόνια για την διευκόλυνση της επικοινωνίας των κατοίκων υπήρχε τηλεγραφείο και Ταχυδρομείο.

 

          78Α/01-03-1912            Β.Δ. α/28-2-1912 περί συστάσεως τηλεφωνικών γραφείων  στα Τρίκαλα δήμου Τρικάλων Κορινθίας, στο Χαλκί και το Σουληνάρι δήμου Κορίνθου,  στο Μπάσι δήμου Στυμφαλίας και στο Λιόντι δήμου Νεμέας.



 

Κάθε Κυριακή απόγευμα στο προαύλιο της Εκκλησίας του χωριού μαζεύονταν οι κάτοικοι, μικροί και μεγάλοι και έκαναν γλέντι με χορούς. Σήμερα, στο χωριό υπάρχει ένας ενεργός αγροτικός συνεταιρισμός και ένας ενεργός Πολιτιστικός - Εξωραϊστικός Σύλλογος με την επωνυμία «Ζαπάντης». Επίσης λειτουργεί ένα συσκευαστήριο (αφοί Σιάτου), ένα καφενείο (Παναγιώτης Καλλάς) και μία ταβέρνα (Σπύρος Μίχος). Υπάρχει και ένα δημοτικό σχολείο το οποίο σταμάτησε να λειτουργεί την προηγούμενη δεκαετία, διότι υπήρχε μικρός αριθμός παιδιών. Αργότερα και για τον ίδιο λόγο τερμάτισε την λειτουργία του και το δημοτικό σχολείο του όμορου χωριού του Χαλκείου.

Υπήρχαν στη περιοχή και δύο νερόμυλοι. Ο ένας ανήκε στο Σοφοκλή Μπουβή και ο άλλος στο Νίκο Μπαχταλιά. Από αυτούς σήμερα διασώζεται μονάχα ένα τμήμα τοίχου του νερόμυλου του Μπαχταλιά, που μοιάζει, εάν το προσέξει κανείς από κοντά, με ένα κομμάτι πελώριου τείχους το οποίο χώνεται μέσα στο λόφο.

Σύμφωνα με τον χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε του έτους 1997, στο χωριό υπάρχει μια θερμομεταλική πηγή[1], η οποία βρίσκεται εκεί που υπάρχει σήμερα ο καταρράκτης.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι από το Σουληνάρι διέρχεται και ένα τμήμα της διαδρομής για το «Σπάρταθλον». Ως γνωστόν, ο Αθηναίος ημεροδρόμος Φειδιππίδης στάλθηκε από τους Αθηναίους στη Σπάρτη, να ζητήσει βοήθεια κατά τους πρώτους Μηδικούς Πολέμους, στη μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ. Σε ανάμνηση του άθλου αυτού, από το έτος 1983 πραγματοποιείται κάθε χρόνο Μαραθώνιος δρόμος από την Αθήνα προς τη Σπάρτη, γνωστός με την ονομασία «Σπάρταθλον».

Προέλευση ονομασίας οικισμού

Η ονομασία «Σουληνάρι» έχει καθαρά ελληνική προέλευση και ειδικότερα βυζαντινή. Στο έργο ‘Στρατηγικόν’ του βυζαντινού αυτοκράτορος Μαυρικίου (539 – 602 μ. Χ.) αντλούμε πληροφορίες σχετικά με το βυζαντινόν σωληνάριον. Το βυζαντινόν σωληνάριον ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, εφεύρεση των βυζαντινών. Όλες οι πραγματείες περιγράφουν το σωληνάριον ως μέρος της εξάρτυσης των τοξοτών, το οποίο πρόσφερε στον βυζαντινό τοξότη πολλά πλεονεκτήματα με μικρό κόστος και βάρος. Ουσιαστικά ήταν ένας σωλήνας ή ένας αγωγός, ένα κομμάτι ξύλου κενού στο εσωτερικό του, που γέμιζε με μικρά (κοντά) βέλη, γνωστά ως «μύαι», και τα εκτόξευε. Όπως προκύπτει από το ‘Στρατηγικόν’, την εποχή του αυτοκράτορος Μαυρικίου οι φορητές τοξοβαλλίστρες πρέπει να αποτελούσαν τμήμα του οπλισμού του βυζαντινού στρατού. Επομένως, το σωληνάριον θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένας ενδιάμεσος τύπος μεταξύ τόξου και βαλλίστρας.

Σύμφωνα πάντοτε με την παράδοση, στη βραχώδη ρεματιά που βρίσκεται στα ανατολικά του χωριού, υπήρχε μια φυσική πηγή με λίγη αλλά σταθερή ποσότητα πόσιμου νερού, που εξυπηρετούσε τους κατοίκους και τα ζώα τους. Για καθαρά πρακτικούς λόγους, έτσι ώστε να διευκολυνθούν για την καλύτερη εξυπηρέτηση των υδρευτικών τους αναγκών, οι κάτοικοι τοποθέτησαν στο βράχο όπου έβγαινε το νερό ένα σωλήνα (σουληνάρι) και από εκεί φαίνεται ότι πήρε και το χωριό την ονομασία «Σουληνάρι». Η άποψη πάντως αυτή φαίνεται ότι είναι και η επικρατέστερη.

Και μπορεί στους βυζαντινούς χρόνους «σωληνάριον» να ονόμαζαν τμήμα της εξάρτυσης του βυζαντινού τοξότη, κατά την Τουρκοκρατία «σουληνάρια» έλεγαν τις βρύσες πόσιμου νερού, όπου έρρεε νύχτα και μέρα δροσερό και εύγεστο νερό. Οι κάτοικοι για να προμηθεύονται και να χρησιμοποιούν ευκολότερα το νερό, προχωρούσαν στη δημιουργία κατασκευών. Τριγύρω από τα σουληνάρια μαζεύονταν για να πιάσουν νερό, να ποτίσουν τα οικόσιτα ζώα, να πλύνουν τα ρούχα, ακόμα και να συζητήσουν. Η λαϊκή μας παράδοση έδωσε στις βρύσες αυτές, τα σουληνάρια, πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή του χωριού.

Από το έτος 1853 έως το έτος 1890 ο οικισμός χρησιμοποιούσε ως ονομασία και το «Ζαπάντι» μαζί με το όμορο χωριό του Χαλκείου. Μέχρι το έτος 1940 ονομάζονταν «Σοληνάριον». Από το έτος 1940 και μετά καθιερώθηκε ως ονομασία το σημερινό «Σουληνάριον».

Συγκρότηση του Χωριού

Το Σουληνάρι συγκροτήθηκε σε χωριό τον περασμένο αιώνα από κατοίκους του Άνω και Κάτω Ταρσού, οι οποίοι κατέβαιναν στην περιοχή εποχιακά στην αρχή με τα πρόβατά τους για να ξεχειμαδιάσουν. Το χειμώνα ξεχειμάδιαζαν στο Σουληνάρι και το καλοκαίρι επέστρεφαν στον Ταρσό. Αργότερα διέθεταν καλλιέργειες (σταφίδες, ελιές κ.α.) και εν συνεχεία με τη πάροδο του χρόνου άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα. Η περιοχή στην αρχή ήταν μια αγροτική έκταση.

Σύμφωνα με τη τοπική παράδοση, ο πρώτος κάτοικος του χωριού εγκαταστάθηκε το έτος 1854. Οι πρώτοι κάτοικοι προτίμησαν το μέρος αυτό, γιατί ήταν το μοναδικό στην περιοχή που είχε νερό. Ο αρχικός οικιστικός πυρήνας του χωριού περιελάμβανε κάποια δωμάτια, όπου διέμεναν οι ερχόμενοι εκ του Ταρσού για να ξεχειμωνιάσουν. Τα δωμάτια αυτά φτιάχτηκαν το ένα δίπλα στο άλλο με κοινό τοίχο ανάμεσά τους και με το πέρασμα των χρόνων χρησιμοποιήθηκαν ως στάβλοι ή ως καλύβια. Η θέση όμως αυτή εγκαταλείφθηκε εξαιτίας της ελονοσίας που είχε ξεσπάσει τα χρόνια εκείνα και έπληττε την ευρύτερη περιοχή. Έτσι το χωριό αναπτύχθηκε οικιστικά και διαμορφώθηκε, φθάνοντας στη σημερινή του εικόνα.

Διοικητική εξέλιξη – αυτοδιοικητικές μεταβολές

Ο Δ. Ληξιθόου σε μελέτη του[2] παρουσιάζει τους οικισμούς που υπήρχαν στο Μοριά (Πελοπόννησος) κατά το έτος 1821, έτσι ακριβώς όπως αυτοί καταγράφονται σε έγγραφο της εποχής εκείνης, όπου παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά από τον Τάσο Γριτσόπουλο[3]. Δεν γίνεται καμία αναφορά σε ονομασία οικισμού «Σουληνάριον ή Σωληνάριον» στην τότε Επαρχία της Κορινθίας. Το χρονικό διάστημα 1829 – 1830 η επιστημονική αποστολή, που συνόδευε τον Γάλλο στρατηγό Μαίζων, προχώρησε σε απογραφή του πληθυσμού καταγράφοντας μόνο τον αριθμό των οικογενειών. Σε αυτήν δε γίνεται αναφορά για «Σουλινάριον» στην Επαρχία της Κορινθίας. Να τονισθεί ότι ο στρατηγός Μαίζων είχε σταλθεί στην Πελοπόννησο ως επικεφαλής γαλλικού εκστρατευτικού σώματος με αποστολή τη εκκαθάρισή της από τα Τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ και την εμπέδωση της τάξης.

Κατά την πρώτη απογραφή της Κορινθίας που έγινε στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα και ειδικότερα το χρονικό διάστημα 1834 – 1835, δε γίνεται ουδεμία αναφορά σε «Σουληνάρι» ως ξεχωριστό χωριό ή κοινότητα. Το έτος 1834 δημοσιεύθηκε[4] η διακήρυξη περί ενοικιάσεως των δύο κατά την Κορινθία Ελαιώνων. Σε αυτήν επισυνάπτεται σχετικός συνοπτικός πίνακας που περιλαμβάνει αναλυτικά τα στρέμματα, όπου αναφέρονται τα τοπωνύμια «Χαλκί» και «Ζαπάντι» ως χέρσες αγροτικές εκτάσεις μη καλλιεργημένες (βοσκοτόπια). Δεν αναφέρονται εγκατεστημένες οικογένειες. Ο Αντώνιος Μηλιαράκης στο έργο του[5] αναφέρει ότι Χαλκί και Σουληνάρι λέγονταν μαζί ως Ζαπάντι, λόγω του ότι ήταν μικροί οικισμοί – χωριά. Με την πάροδο του χρόνου οι οικισμοί αναπτύχθηκαν περαιτέρω αποτελώντας δύο ξεχωριστά αυτοτελή χωριά – οικισμούς.

Την 28η Δεκεμβρίου του έτους 1836 δημοσιεύθηκε ο γενικός πίνακας των δήμων του Ελληνικού κράτους. Δεν υπάρχει καμία αναφορά για «Σουληνάρι» ως αυτοτελή οικισμό ή χωριό. Η αναφορά ότι ο πρώτος κάτοικος του Σουληναρίου εγκαταστάθηκε στο Σουληνάρι το 1854, φαίνεται από την εξέταση των διαθέσιμων στοιχείων και πηγών ότι δεν ισχύει. Οι πρώτες οικογένειες άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα στην περιοχή λίγα χρόνια πριν από το έτος 1854.

 Ο Ιάκωβος Ρ. Ραγκαβής[6] μας δίνει την πρώτη αναφορά περί της ύπαρξης «Σουληναρίου». Ειδικότερα, αναφέρει ότι το έτος 1853 το Σουληνάρι ανήκε διοικητικά στο δήμο Στυμφαλίας και χαρακτηρίζεται ως μία θέση – περιοχή αγροτική στην οποία καταγράφονται λίγοι κάτοικοι. Δεν προχωρά σε αναλυτικότερη παράθεση στοιχείων για τον αριθμό των οικογενειών ή των κατοίκων που είχαν ήδη εγκατασταθεί έως το έτος 1853, αντίθετα περιορίζεται στο χαρακτηρισμό «αγροτική θέση, λίγο κατοικούμενη».Ο Ραγκαβής όμως αναφέρει στην ίδια γεωγραφική περιοχή και άλλη θέση με την ονομασία «Καλύβια Ζαμπάντη». Πιθανόν αυτός πρέπει να ήταν και ο αρχικός οικιστικός πυρήνας, δηλαδή το σημείο που εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι του κάτοικοι. Τα καλύβια αυτά ήταν οι πρώτες κατοικίες στις οποίες και ξεχειμάδιαζαν.

Μέχρι το έτος 1879 το Σουληνάρι υπάγονταν διοικητικά στο δήμο Στυμφαλίας. Τον Ιούλιο του έτους 1879 ο οικισμός προσαρτήθηκε[7] στο δήμο Κορινθίων. Κατά την Απογραφή Πληθυσμού του έτους 1879 γίνεται αναφορά για 86 κατοίκους. Ο αριθμός αυτός αφορά στην παρουσία είκοσι (20) περίπου οικογενειών. Από το έτος 1850 όπου αρχίζει σιγά σιγά η δημιουργία του οικισμού του Σουληναρίου μέχρι το έτος 1879 έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή συνολικά είκοσι οικογένειες (φαμίλιες).

Σύσταση γραμματοσχολείου χωριού Σουληναρίου (ΦΕΚ 218, τεύχος Α, 18 Σεπτ. 1903).

Το Σουληνάρι παρέμεινε διοικητικά στο δήμο Κορίνθου μέχρι το έτος 1912. Τον Αύγουστο[8] του έτους 1912 ο οικισμός αποσπάστηκε από το δήμο Κορινθίων και ορίστηκε έδρα της κοινότητας Σουληναρίου. Τον Δεκέμβριο του έτους 1997 ο οικισμός αποσπάται[9] από την κοινότητα Σουληναρίου, η οποία και καταργήθηκε, και προσαρτάται στο δήμο Βόχας. Τον Ιούνιο του έτους 2010 ο οικισμός αποσπάται[10] από το δήμο Βόχας λόγω κατάργησης αυτού και προσαρτάται στο δήμο Βέλου – Βόχας ως τοπική κοινότητα.

 

262Α/31-08-1912        Β.Δ. α/31-8-1912 περί αναγνωρίσεως κοινοτήτων του νομού Αργολίδος και Κορινθίας.

Πληθυσμιακά στοιχεία

1853: Θέση αγροτική, λίγο κατοικούμενη, [Ραγκαβής τ. Β΄, σελ. 383].

1879: Κάτοικοι 86,  [Απογραφή πληθυσμού / Χουλιαράκης Α2, 59].

1886: Κάτοικοι 86,  [Απογραφή πληθυσμού / Μηλιαράκης, 111].

1889: Κάτοικοι 125, [Απογραφή πληθυσμού / Χουλιαράκης Α2, 121].

1896: Κάτοικοι 140, [Απογραφή πληθυσμού / Χουλιαράκης Α2, 189].

1901: Κάτοικοι 140, [Νουχάκης τ. Β΄, σελ. 478].

1907: Κάτοικοι 184, [Απογραφή πληθυσμού].

1928: Κάτοικοι 323, [Απογραφή πληθυσμού].

1940: Κάτοικοι 440, [Απογραφή πληθυσμού].

1951: Κάτοικοι 458, [Απογραφή πληθυσμού].

1961: Κάτοικοι 406, [Απογραφή πληθυσμού].

1971: Κάτοικοι 372, [Απογραφή πληθυσμού].

1981: Κάτοικοι 361, [Απογραφή πληθυσμού].

1991: Κάτοικοι 327, [Απογραφή πληθυσμού].

2001: Κάτοικοι 283, [Απογραφή πληθυσμού].

2011: Κάτοικοι 397, [Απογραφή πληθυσμού].

 

            Ιεροί Ναοί  - Μοναστήρια – Ξωκκλήσια

·       Το εκκλησάκι (ξωκκλήσι) της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Ιδιόκτητη εκκλησία η οποία ανοικοδομήθηκε από την οικογένεια του Χρήστου Μπίζιου λόγω τάματος. Εορτάζει κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου, ημέρα της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού.

·       Το εκκλησάκι (ξωκκλήσι) των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης

 Ιδιόκτητη εκκλησία που ανεγέρθηκε από την οικογένεια Γεωργίου Καλλιμάνη. Εορτάζει κάθε χρόνο στις 2 Οκτωβρίου, ημέρα μνήμης των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης.

·       Το εκκλησάκι Άγιος Γεώργιος

Ανοικοδομήθηκε από την οικογένεια Παναγιώτη Τσούλη εντός του χωριού και μέσα σε χώρο ιδιόκτητου οικοπέδου. Εορτάζει κάθε χρόνο στις 23 Απριλίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.

·       Η εκκλησία της Αναλήψεως

Πρόκειται για τον ιερό ναό που βρίσκεται εντός του κοιμητηρίου του Σουληναρίου. Με βάση το Πάσχα, εορτάζει κάθε χρόνο 39 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.

·       Το εκκλησάκι (ξωκκλήσι) της Αγίας Τριάδος

Ανεγέρθηκε από την οικογένεια Νικολάου Σιάτου σε ιδιόκτητο χώρο. Ακολουθεί το παλαιό εορτολόγιο – ημερολόγιο. Εορτάζει κάθε χρόνο (Ιουλιανό ημερολόγιο) στις 4 Ιουνίου προς τιμή της Αγίας Τριάδος.

·       Το εκκλησάκι (ξωκκλήσι) των Ταξιαρχών

Ανοικοδομήθηκε από την οικογένεια Γεωργίου Ιωάννου εντός ιδιόκτητου οικοπέδου. Κατά την τοπική προφορική λαϊκή παράδοση λέγεται ότι κάποιοι από τους πρώτους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Σουληναρίου, πρόγονοι της σημερινής οικογένειας Ιωάννου, Ταρσινοί εκ του Ταρσού Κορινθίας, ερχόμενοι στο Σουληνάρι στο ίδιο μέρος του χωραφιού, έκτισαν εκκλησάκι προς τιμή των Αγίων και Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Κανένας όμως δεν γνωρίζει τι απέγινε το πρώτο αυτό εκκλησάκι. Αδιάσειστη μαρτυρία περί της υπάρξεως της εκκλησίας αυτής είναι η ονομασία του συγκεκριμένου χωραφιού επί του οποίου ανεγέρθηκε  ο ναός. Το χωράφι αυτό λέγεται από τα παλαιά χρόνια «ερημοκκλήσι», ενώ αντίθετα η ευρύτερη περιοχή που το περιβάλει λέγεται «Καλάμι». Ορισμένοι από τους κατοίκους του χωριού είχαν τη διακαή επιθυμία να ξανακτίσουν αυτή την εκκλησία, ανάμεσα τους και ο Γεώργιος Ιωάννου που είχε όνειρο από μικρό παιδί να την φτιάξει. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού πρόσφεραν κάνοντας διάφορες δωρεές όπως έπιπλα, αγιογραφίες, εικόνες κ.α. Εορτάζει κάθε χρόνο στις 8 Νοεμβρίου, ημέρα εορτής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών.

·       Γυναικεία Ιερά μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Οι μοναχές που ανήγειραν την ιερά μονή αυτή είχαν αγοράσει οικόπεδο στο χωριό στη θέση «βουνό», επί του οποίου προχώρησαν στην ίδρυση και το κτίσιμο του μοναστηριού. Η Ιερά Μονή ακολουθεί το παλαιό εορτολόγιο – ημερολόγιο. Εορτάζει κάθε χρόνο την 15η Αυγούστου, ημέρα της θεομητορικής εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

·       Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Αποτελεί τον κεντρικό ενοριακό ναό του Σουληναρίου με εφημέριο για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών και θρησκευτικών αναγκών των κατοίκων του χωριού, τον ιερέα Νικόλαο Τομαρά. Ο Ναός ανοικοδομήθηκε αρχικά το έτος 1868. Κατεδαφίστηκε το έτος 1884 και ανοικοδομήθηκε εκ νέου όπως υπάρχει μέχρι σήμερα. Εορτάζει κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου, ημέρα της θεομητορικής εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

·       Εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής

Βρίσκεται κάτω από τον καταράκτη του χωριού. Κτίστηκε το έτος 1997 από τον κ. Μπουβή και παραχωρήθηκε στη τότε κοινότητα Σουληναρίου.

Σφαγιασθέντες – Φονευθέντες   από το Εαμικό  Καθεστώς Εξουσίας

Αναφέρονται ως θύματα οι: Καλλάς Γ.  Κ., Μπαχταλιάς Ν. Κ., Καλλάς Χ. Ε., Νικολάου Χ. Δ., Λιάκος Δ. Α. και Τσελώνης Α.Θ.

         Φονευθέντες από τους κατακτητές Ιταλούς και Γερμανούς

Δεν μνημονεύονται ονόματα πεσόντων αξιωματικών ή οπλιτών στα Αρχεία της Διεύθυνσης του Στρατού για την περίοδο 1940 -1945. Αναφέρονται όμως ότι εκτελέστηκαν από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς για τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση οι Παναγόπουλος Ευθύμιος στο Ναύπλιο τον Ιούλιο του έτους 1944, Κασούρας Ιωάννης και Κεχρής Γεώργιος στην Κόρινθο τον Αύγουστο του έτους 1944. Την ίδια χρονολογία εκτελέστηκε στο Σουληνάρι ο καταγόμενος από την κοινότητα Καρδαμά Ν. Ηλείας Φωτόπουλος Διονύσιος[11]. Τον Σεπτέμβριο του έτους 1944 εκτελέστηκε στην Κόρινθο ο Παναγόπουλος Σπυρίδων.

Βιβλιογραφία

-        Αντωνόπουλος Εμμ. Κοσμάς, Εθνική Αντίσταση 1941 – 1945, εκδόσεις 1964.

-        Απομνημονεύματα Αναστασίου Ευαγγέλου Ριζόγιαννη (1913 – 2004): ΕλληνοΙταλικός Πόλεμος 1940 – 1941.

-        Άρθρο υποψηφίου διδάκτορα Γ. Καρδαρά, περιοδικό Ranzer, τεύχος 17 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2004).

-        Βασιλείου Γ. Κώστας, Δημογραφική ανάλυση Νομού Κορινθίας, εκδ. Κορινθιακή Βιβλιοθήκη.

-        Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αγώνες και Νεκροί του Ελληνικού Στρατού 1940 – 1945, εκδ. Δ.Ι.Σ /1990.

-        Κορδώσης Σ. Μιχ., Συμβολή στη μελέτη της ιστορικής τοπογραφίας (ιστορικογεωγραφικά μελετήματα).

-        Ληξιθόου Δ., Μετονομασίες των Οικισμών της Πελοποννήσου 1833 – 1981.

-        Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «ΗΛΙΟΥ», έκδοση 1947.

-        Μηλιαράκης Αντώνης, Γεωγραφία Πολιτική, Νέα και Αρχαία του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας.

-        Μπαλαφούτας Ιωάννης, Από τον προμαχώνα της Στιμάγκας 1943 – 1944.

-        Νουχάκης Εμμ. Ιωάννης, 1901: Ελληνική Χωρογραφία, Γεωγραφία, Ιστορία, Στατιστική Πληθυσμού και Αποστάσεων.

-        Παναγιωτόπουλος Βασίλης, Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος – 18ος αιώνας, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα, 1985.

-        Ραγκαβής Ρ. Ιάκωβος, τόμος Β΄ (Πελοπόννησος): Τα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος.

-        Σταματάκης Δ. Ι., 1846: Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος, περιέχων τα ονόματα, τας αποστάσεις και τον πληθυσμό των Δήμων, Πόλεων, Κωμοπόλεων και Χωριών.

-        Σταματελλάτος Μιχαήλ, Βαμβά – Σταματελλάτου Φωτεινή, Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδος.

-        Χουλιαράκης Μιχαήλ, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδος 1821 – 1971, Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, Αθήναι 1974 – 1976.




[1] Θερμοπηγή από όπου αναβλύζει νερό θερμότερο της μέσης θερμοκρασίας του τόπου και έχει θεραπευτικές συνήθως  ιδιότητες (ιαματική πηγή). Η εμφάνιση τέτοιου είδους πηγών συνδέεται με τα τεκτονικά ρήγματα.

[2] Δ. Ληξιθόου, Τα χωριά του Μοριά το 1821.

[3] Περιοδικό «Πελοποννησιακά», τεύχος 8, Στατιστικαί Ειδήσεις περί Πελοποννήσου, 1971.

[4] ΦΕΚ αριθ. 6 / τ. Α΄/ 4 Φεβρουαρίου 1834.

[5] Α. Μηλιαράκης, Γεωγραφία Πολιτική, Νέα και Αρχαία του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας.

[6] Ιάκωβο Ρ. Ραγκαβής, «Τα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος».

[7] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αριθ. 50 / τ. Α΄/ 25 Ιουλίου 1879.

[8] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αριθ. 262 / τ. Α΄/ 31 Αυγούστου 1912.

[9] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως  αριθ. 244 / τ. Α΄/ 4 Δεκεμβρίου 1997.

[10] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως  αριθ. 87 / τ. Α΄/ 7 Ιουνίου 2010.

[11] Τα ονόματα αναφέρονται στο βιβλίο του Ιωάννη Μπαλαφούτα, Από τον Προμαχώνα της Στιμάγκας, 1943 – 1944.

 


* Συγγραφή - Επιμέλεια:

email: kostassxoinos@yahoo.com
Τηλέφωνο επικοινωνίας 6945 83 20 94


2 σχόλια: